νοήματι

νοήματι
νόημα
that which is perceived
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… …   Dictionary of Greek

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • νοήματ' — νοήματα , νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc pl νοήματι , νόημα that which is perceived neut dat sg νοήματε , νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”